Arşiv Anasayfa Diğer Diller
Sayfalar: 1
Yunanca Öyküler By: Karayel Date: June 12, 2009, 07:05:06 PM
ΣΤΑ ΠΑΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ζούσε σ' ένα χωριό κάποιος που τον λέγανε Γιαριμχορόζ. Ήταν πολύ φτω­χός. Ένας αγάς του χρωστούσε τρία φλουριά. Αυτός ο αγάς δεν έμενε σ' εκείνο το χωριό, καθόταν μακριά, σ' ένα τσιφλίκι.

Μια μέρα, αφού τέλειωσε και το ξερό ψωμί που έτρωγε, είπε ο Γιαριμχορόζ:

- Να πάρω τα λεφτά που μου χρωστάει ο αγάς και να γυρίσω. Από νωρίς το πρωί βγήκε στο δρόμο. Πέρασε ρε­ματιές και λόφους... Στο δρόμο συνάντησε ένα θεριό. Του λέει το θεριό:

- Πού πας, θείε Γιαριμχορόζ; Με παίρνεις μαζί σου;

- Θα 'ναι καλά να 'ρθεις παρέα μου, όμως δε θα μπορέσεις να περπατήσεις. Εγώ θα πάω πολύ μακριά.

- Μπορώ και περπατάω, λέει το θεριό. Δε θα σου είμαι βάρος.

Δέχτηκε ο Γιαριμχορόζ και πήρε μαζί του το θεριό. Με τα ραβδιά στο χέρι ξεκίνησαν για το μακρι­νό ταξίδι. Πέρασαν ρεματιές, ανεβοκατέβηκαν λόφους, περπάτησαν πολύ. Στο μεταξύ, το θεριό κουράστηκε, άρχισε να κουτσαίνει.

- Τι έπαθες; του λέει ο Γιαριμχορόζ.

- Κουράστηκα πολύ, δε θα μπορέσω να προχωρή­σω, απαντάει το θεριό παραπονιάρικα.

- Τότε, έμπα στον πισινό μου.

Το βάζει το θεριό στον πισινό του και συνεχίζει το δρόμο ο Γιαριμχορόζ. Μόλις προχώρησαν λίγο, βγήκε μπροστά του μια αλεπού. Ρώτησε κι αυτή για πού το 'βαλε ο Γιαριμχορόζ. Την ώρα που ετοιμαζόταν να φύγει ο Γιαριμχορόζ, του λέει η αλεπού:

- Να 'ρθω κι εγώ μαζί σου; Να πάω να δω, να σεργιανίσω αυτά τα μέρη; Περπάτησαν, περπάτησαν... Κατά το μεσημέρι φτά­σανε σε κάποιο μέρος.

- Θείε Γιαριμχορόζ, κουράστηκα, άρχισε να λέει η αλεπού.

- Μα σ' το είπα πως είναι μακρινός ο δρόμος, δε θα μπορέσεις να περπατήσεις.

Αφού τη μάλωσε κάμποσο την αλεπού, την έβαλε κι αυτή στον πισινό του και συνέχισε το δρόμο.

Σε λίγο, φτάσανε σ' ένα ρυάκι. Ρώτησε κι αυτό από πού έρχεται και πού πάει ο Γιαριμχορόζ. Κι όταν έμαθε το σκοπό του ταξιδιού του, παρακαλεί το ρυάκι:

- Πάρε κι εμένα μαζί σου.

Ο Γιαριμχορόζ δε χάλασε το χατίρι του ρυακιού και το πήρε μαζί του. Περπάτησαν, περπάτησαν. Στο τέλος του κάμπου έφτασαν σε μια ανηφόρα. Λέει το νερό:

- Δε θα μπορέσω ν' ανεβώ, θα μείνω εδώ.

Ο Γιαριμχορόζ έβαλε και το ρυάκι στον πισινό του και συνέχισε το δρόμο. Αφού ανεβοκατέβηκαν το λόφο, το απόγευμα έ­φτασε στο σπίτι του αγά.

«Τακ τακ» χτυπάει την πόρτα. Ένας από τους υπηρέτες, του αγά κατεβαίνει προς την πόρτα και βλέπει τον Γιαριμχορόζ. Ρωτάει για το σκοπό της επίσκεψης του. Και ο Γιαριμχορόζ του απαντάει ότι ήρθε να εισπράξει το χρέος από τον αγά. Ειδοποίησαν τον αγά. Και ο αγάς θύμωσε. Έδωσε εντολή στους υπηρέτες του:

- Να κλειδώσετε αυτό τον άνθρωπο που ονομάζε­ται Γιαριμχορόζ στην παράγκα με τις χήνες. Οι χή­νες θα τον σκοτώσουν με τα τσιμπήματα τους και θα γλιτώσω απ' αυτόν.

Φυλάκισαν τον Γιαριμχορόζ στην παράγκα με τις χήνες. Τότε ο Γιαριμχορόζ έβγαλε από τον πισινό του την αλεπού, που έπνιξε όλες τις χήνες. Κατά το βράδυ, πάνε και βλέπουν ότι ο Γιαριμχορόζ σκότωσε όλες τις χήνες. Ειδοποίησαν τον αγά. Θύμωσε πολύ ο αγάς και έδωσε εντολή:

- Να τον κλείσετε στο στάβλο με τα ζώα. Μερι­κά απ' αυτά θα τον χτυπήσουν με τα κέρατα τους, άλλα θα τον κλοτσήσουν και θα τον αφήσουνε στον τόπο.

Ώσπου να γίνει νύχτα, ο Γιαριμχορόζ ζάρωσε σε μια γωνιά. Ύστερα αμόλησε το θεριό που ήταν στον πισινό του. Τα ζώα, που ήταν δεμένα, το θεριό τα έφαγε ένα προς ένα. Και αφού γέμισε χορταστικά την κοιλιά του, ξαναμπήκε στον πισινό του Γιαριμχορόζ.

Κατά τα ξημερώματα, οι υπηρέτες κατέβηκαν να δουν τα ζώα, και τι αντίκρισαν: Όλα τα ζώα ήταν πεθαμένα. Τρέξανε με κλάματα κοντά στον αγά. Του εξήγησαν τα κατορθώματα του Γιαριμχορόζ. Ύστερα απ' αυτά, ο αγάς εξαγριώθηκε και διέ­ταξε:

- Τον αφήσατε να σκοτώσει όλα τα ζώα!  Δεν μπορέσατε να τα βγάλετε πέρα μ' έναν Γιαριμχορόζ! Τουλάχιστον να τον κλείσετε στον αχυρώνα και να βάλετε φωτιά. Οι υπηρέτες έχωσαν τον Γιαριμχορόζ στο στάβλο κι έβαλαν φωτιά στα χόρτα. Ο Γιαριμχορόζ περίμενε σε μια γωνιά, ώσπου να φουντώσει η φωτιά. Ύστερα άδειασε από τον πισινό του το ρυάκι, και η φωτιά έσβησε. Ο Γιαριμχορόζ βγήκε έξω από την καμένη πόρτα του στάβλου και άρχισε να κόβει βόλτες. Μόλις άκουσε ο αγάς κι αυτή την είδηση, πήγε να τρελαθεί.

- Μου κατάστρεψε όλα τα υπάρχοντα μου. Να τον κλείσετε στο δωμάτιο με τα χρυσαφικά. Έτσι όπως πάει, θα με αφανίσει. Ανοίξανε το δωμάτιο με τα χρυσαφικά και κλειδώσανε τον Γιαριμχορόζ. Ο Γιαριμχορόζ γέμισε όσα χρυσαφικά χωρούσαν τον πισινό του, και έβαλε στο στόμα του τρία φλουριά. Βρήκε μια τρύπα και βγήκε από το δωμάτιο με τα χρυσαφικά και φωνάζοντας είπε στον αγά:

- Τα τρία φλουριά που μου χρωστούσες τα πήρα. Και δείχνοντας τα τράβηξε για το χωριό του. Την αλεπού, το θεριό, το ρυάκι τ' άφησε απ' εκεί που τα πήρε και έφτασε στο χωριό του. Στην άκρη του χωριού μια γριά έκανε μπουγάδα.

- Γιαγιά, γιαγιά, χτύπα με τον κόπανο τον πισινό μου.

Η γριά δεν έδωσε σημασία. Ο Γιαριμχορόζ όμως επέμενε. Τότε η γριά τού δίνει μια με τον κόπανο στον πι­σινό του. Και όταν έπεσαν από τον πισινό του δυο τρία φλουριά, λέει η γριά:

- Να χτυπήσω άλλη μια φορά;

- Σου έλεγα να χτυπήσεις και δε μ' άκουγες. Κοίταξε τώρα τη δουλειά σου.

Αυτά είπε ο Γιαριμχορόζ και πήγε σπίτι του. Έγι­νε άρχοντας στο χωριό και πολύ πλούσιος...

Και τώρα ζει έτσι πλουσιοπάροχα. Χτες πέρασε από δω και τους χαιρέτησε όλους.

Ynt: Yunanca Öyküler By: dreamily Date: June 21, 2009, 04:12:19 PM
yunanca anlayan varsa böyle gelsin Zuhahaha

SiteMap - İmode - Wap2